- φυλοπορφυρίνη
- η(χημ.), χρωστική ουσία που παράγεται από τη χλωροφύλλη των φυτών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.